αποδοτικός

αποδοτικός
-ή, -ό (Α ἀποδοτικός, -ή, -όν)
αυτός που αποδίδει, που αποφέρει κέρδος ή ωφέλεια («αποδοτική μελέτη, αποδοτική καλλιέργεια»)
αρχ.
1. εκείνος που ανήκει ή αναφέρεται στην απόδοση
2. όποιος απονέμει κάτι σε κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀποδοτικός — productive of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποδοτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που αποδίνει, ο παραγωγικός: Η επιχείρηση εκείνη είχε δειχτεί πολύ αποδοτική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποδοτικά — ἀποδοτικός productive of neut nom/voc/acc pl ἀποδοτικά̱ , ἀποδοτικός productive of fem nom/voc/acc dual ἀποδοτικά̱ , ἀποδοτικός productive of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδοτικόν — ἀποδοτικός productive of masc acc sg ἀποδοτικός productive of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδοτικαί — ἀποδοτικός productive of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδοτικοί — ἀποδοτικός productive of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδοτικῆς — ἀποδοτικός productive of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδοτική — ἀποδοτικός productive of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδοτικήν — ἀποδοτικός productive of fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδοτικῶς — ἀποδοτικός productive of adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”